- λαρυγγιώ
- λαρυγγιῶ, -άω (AM) [λάρυγξ]φωνάζω δυνατά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαρυγγιῶ — λαρυγγίζω shout lustily fut ind act 1st sg (attic epic doric) λαρυγγιάω pres imperat mp 2nd sg λαρυγγιάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λαρυγγιάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λαρυγγιάω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
λαρυγγίζω — (AM λαρυγγίζω) [λάρυγξ] νεοελλ. μσν. μιλώ με τον λάρυγγα, βγάζω λαρυγγική φωνή μσν. αγορεύω, εκφωνώ (μσν. αρχ.) φωνάζω δυνατά αρχ. 1. (για πτηνά) κρώζω 2. κάνω κάποιον να σταματήσει να φωνάζει, φωνάζοντάς του δυνατότερα («λαρυγγιῶ τοὺς ῤήτορας»… … Dictionary of Greek